Έκτος όροφος.
Σε ανακαίνιση.
Και στην έξοδο κινδύνου, να ανεβαίνουμε θυμάμαι με τον γαλλικό καφέ.
Εκεί ήταν.
Το μυστικό μας μέρος για τσιγάρο στα κλεφτά.
"Πάμε για meeting λέγαμε"
Και εγώ κρατούσα το ασανσέρ στον πρώτο περιμένοντας σε, μέχρι να βρεις τα κλειδιά σου.
Έκτος όροφος.
Άδειος.
Μόνο εμείς και οι ιστορίες μας.
Την ημέρα ήμασταν μόνο εμείς και το μποτιλιάρισμα στον δρόμο κάτω στα πόδια μας.
Τα οχήματα της πυροσβεστικής.
Οι καπνοί από τα φρεάτια.
Τις νύχτες όμως ήταν αλλιώς.
Τις νύχτες άναβαν και τα φώτα της απέναντι πολυκατοικίας και οι ιστορίες μας έπαιρναν μορφή.
Σενάρια ολόκληρα.
Το διαμέρισμα της "χορευτριας". Που κάθε που έδυε ο ήλιος, η σκιά της στον τοίχο αγκάλιαζε σιωπηλές μουσικές.
Το διαμέρισμα του "εργένη". Που κάθε που έδυε ο ήλιος το φως της τηλεόρασης, τρεμόπαιζε στους τοίχους, μέχρι που χτυπούσε το τηλέφωνο και έβγαινε με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από την μέση και κατέβαζε τα στόρια.
Το διαμέρισμα "του καλλιτέχνη", έτσι το είπαμε γιατι νομίζαμε ότι αυτό που φαινόταν από εμάς ήταν καμβάς ζωγραφικής, που τελικά μετά από καιρό αποδείχτηκε τηλεόραση και το μετονομάσαμε " το διαμέρισμα με την γάτα".
Παρατηρήσαμε ένα πεντάχρονο να βλέπει παιδικά παίζοντας με την γάτα του.
Και το αγαπημένο μας.
Το διαμέρισμα με την οικογένεια.
Με τον παππου- γιαγιά, για καιρό δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε,
που κάθε μέρα μαγείρευε.
Και ύστερα μάζευε όλη την οικογένεια στο τραπέζι.
Και πρόσεχε για την παραμικρή λεπτομέρεια.
Ποτέ δεν καθόταν στο τραπέζι να ευχαριστηθεί μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια το δείπνο. Πάντα ήταν όρθια (μετά από μήνες αποφάσισα να πω ότι ήταν γιαγιά).
Πάντα χαμογελούσε.
Πάντα σερβίριζε με αγάπη και ύστερα επέστρεφε πίσω στην κουζίνα της.
Έκτος όροφος.
Εκεί θυμάμαι ανέβηκα μόνη μου μετά το πάρτυ γενεθλίων μου. Αυτό των 30.
Άφησα τα πόδια να κρέμονται στο κενό,
έκλεισα τα μάτια και πήρα μια βαθιά εισπνοή.
Πάγωσα και γέμισα το μέσα μου ζωή!
Άναψα τσιγάρο και γύρισα το βλέμμα τριγύρω.
Στα πανύψηλα κτίρια,
στα φώτα των δρόμων,
στα αστέρια που μπορούσα να δω από αυτό το μικρό κομμάτι ουρανού.
Και χαμογέλασα.
Γιατί ένιωθα πιο δυνατή από ποτέ!
Πόσο μου έλειψε ο αέρας αυτής της πόλης!
Οι μυρωδιές της, οι ήχοι της.
Αυτό που γινόμουν όταν περπατούσα στις γειτονιές της.
Αυτό που έγινα ζώντας έστω για λίγο σε έναν κόσμο διαφορετικό.
Δεν με ένοιαζε το αύριο, μα ένιωθα ασφάλεια.
Δεν φοβόμουν τίποτα!
Είχα αντιμετωπίσει τους φόβους μου κατάματα και δεν με ένοιαζε να στριμωχτώ εκεί, με τα πόδια να κρέμονται στο κενό, για ένα τσιγάρο στα κλεφτά.
Εκεί.
Από όπου είδα Δύσεις και Ανατολές.
Εκεί.
Που γέμιζα το μέσα μου κάθε φορά με κάτι νέο, κάτι όμορφο.
Πόσο μου έλειψε στ' αλήθεια ο αέρας αυτής της πόλης!
Άλλαξα.
Αλλάζουνε οι άνθρωποι.
Έμαθα.
Αυτό φταίει.
Προχώρησα.
Άλλες φορές στα τυφλά και άλλες έτρεξα με φόρα.
Ήταν οι στιγμές που υπερισχούσε ο παιδικός ενθουσιασμός, μα ευτυχώς στάθηκα τυχερή και οι σπασμωδικές αυτές μου κινήσεις, βγήκαν σε καλό.
Γιατί από αυτές έμαθα.
Έτσι άλλαξα.
Αλλάζουνε οι άνθρωποι.
Ωριμάζουν.
Μεστώνει μέσα τους το πως αντιλαμβάνονται τον κόσμο και την πραγματικότητα.
Μεγάλωσα.
Μέσα από εκείνον τον όροφο, μεγάλωσα.
Τίποτα δεν μπορεί να είναι ίδιο για εμένα.
Διαμορφώνω πλέον την ζωή μου όπως θέλω εγώ.
Βάζω και βγάζω ανθρώπους από αυτήν.
Κάνω ανακαίνιση.
Ο όροφος θα παραμείνει για λίγο ακόμα κλειστός.
Ώσπου να αποφασίσω με τι χρώματα θα βάψω το 612.
Το δικό μου δωμάτιο.
Αυτό το ανατριχιαστικό, που η πόρτα ανοιγοκλείνει μόνη της.
Θα δαμάσω και αυτό το φάντασμα.
Θα προσπαθησω να το καταλαβω και υστερα θα το ελευθερωσω.
Και ύστερα θα βγω παλι στην σκαλα κινδυνου να κανω τσιγαρο.
Να χαζεψω την γιαγια απεναντι που μαγειρευει, σα να μη συνεβη τιποτα.
Μα μεσα μου θα ξερω.
Μεσα μου θα ξερω πως στον εκτο οροφο, εχω αφήσει ενα κομματι απο τον παλιο μου εαυτο.
Τωρα ειμαι εδω.
Εκει πηγαινω με την σκεψη πια.
Εκτος οροφος.
Ανοιξε ξανα.